αποδιοπομπαίος τράγος

αποδιοπομπαίος τράγος
Βιβλικός όρος. Γι’ αυτόν γίνεται λόγος στο τελετουργικό της γιορτής του εξιλασμού (Λευιτικό 16), που τη γιόρταζαν οι Ισραηλίτες κάθε φθινόπωρο, στις δέκα του μήνα Τισρεΐ (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος). Κατά την ημέρα αυτή, που ιερείς και λαός ζητούσαν από τον Θεό συγχώρεση των αμαρτιών τους, ο αρχιερέας θυσίαζε πρώτα ένα μοσχάρι για τις αμαρτίες τις δικές του και της ιερατικής οικογένειας. Έπειτα, ο λαός έφερνε μπροστά στην πόρτα της σκηνής του μαρτυρίου δύο τράγους, για τους οποίους έριχναν κλήρο: ο ένας τράγος ήταν για τον Θεό και θυσιαζόταν για τις αμαρτίες του λαού, και ο άλλος για τον δαίμονα Αζαζέλ. Στον δεύτερο τράγο, τον λεγόμενο αποδιοπομπαίοαποπομπαίο, o αρχιερέας μεταβίβαζε, βάζοντας πάνω τα χέρια του, τις αμαρτίες του λαού. Ένας Ισραηλίτης οδηγούσε τον τράγο, που είχε φορτωθεί συμβολικά τις αμαρτίες του λαού, στην έρημο για να βρει τον θάνατο από την πείνα ή τα άγρια θηρία. Τον Ισραηλίτη που οδηγούσε τον τράγο στην έρημο τον θεωρούσαν ακάθαρτο και μόνο όταν έπλενε τα ρούχα και το σώμα του γινόταν πάλι μέλος της κοινότητας. Η τελετή του α.τ. ήταν μια εποπτική διδασκαλία για να αποφεύγουν οι Ισραηλίτες την αμαρτία. Γι’ αυτό, η ημέρα του εξιλασμού ήταν ημέρα αργίας, αυστηρής νηστείας και πνευματικής περισυλλογής. Στην καθημερινή ομιλία, η φράση α.τ. χρησιμοποιείται για εκείνον που τον διώχνουν από παντού και του επισυνάπτουν ευθύνες τρίτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αποδιοπομπαίος — α, ο φρ. «αποδιοπομπαίος τράγος» 1. αυτός που αποδιώκεται από τους συνανθρώπους του ως ανεπιθύμητος 2. άτομο στο οποίο επιρρίπτονται οι ευθύνες των άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. «αποδιοπομπούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αποδιοπομπαίος — α, ο αυτός που διώχνουν όλοι, μισητός, αποκρουστικός· «έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος», έγινε ο άνθρωπος στον οποίο οι πραγματικοί υπεύθυνοι φόρτωσαν τις ευθύνες κι ο κόσμος τον κυνηγά και τον μισεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαγνισμός — Τυπική πράξη με την οποία πιστεύεται ότι εξαλείφονται ακαθαρσίες αφηρημένες, ανάλογα με τις διάφορες θρησκευτικές αντιλήψεις. Η αιτία και ο τρόπος μόλυνσης ποικίλλουν σε μεγάλη κλίμακα και αφορούν είτε φυσικά γεγονότα (π.χ. οι γυναίκες στην… …   Dictionary of Greek

  • Bouc émissaire — Pour les articles homonymes, voir Bouc émissaire (homonymie).  Pour la cérémonie d expiation au moyen d un bouc, voir bouc à Azazel …   Wikipédia en Français

  • κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… …   Dictionary of Greek

  • Αζαζέλ ή Αζαήλ — Βιβλικό πρόσωπο. Προσωποποίηση του πονηρού δαίμονα, που είναι αρχηγός κατά τη δαιμονολογία των Εβραίων, ορισμένης κατηγορίας δαιμόνων και κατοικεί στην έρημο. Κατά την εβραϊκή γιορτή του εξιλασμού προς αυτόν εξαπολυόταν ο αποδιοπομπαίος τράγος. Η …   Dictionary of Greek

  • Κέιν, Τόμας Χένρι Χολ — (SirThomas Henry Hall Caine, 1853 – 1931).Άγγλος μυθιστοριογράφος. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Λονδίνο και ήταν φίλος του ποιητή και ζωγράφου Ροσέτι. Τα έργα του, που χαρακτηρίζονται για την περιγραφική τους αδρότητα και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”